ανιχνευτικός

ανιχνευτικός
η , ό[ν]
1) разведывательный; 2) исследовательский; изыскательский; 3):

ανιχνευτικός σκύλος — ищейка (о собаке)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ανιχνευτικός" в других словарях:

  • ανιχνευτικός — ή, ό 1. ο αρμόδιος, ο ικανός για ανίχνευση 2. το ουδ. ως ουσ. το ανιχνευτικό ελαφρό και ταχύ πολεμικό πλοίο ή αεροπλάνο που χρησιμοποιείται για να ανιχνεύσει τις συνθήκες μιας περιοχής, τη θέση και τη δύναμη του εχθρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανιχνευτής.… …   Dictionary of Greek

  • ανιχνευτικός — ή, ό ο κατάλληλος για ανίχνευση: Η μοίρα εκείνη του στόλου διέθετε και ανιχνευτικό πλοίο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιχνηλατικός — ή, ὁ (Α ἰχνηλατικός, ή, όν) [ιχνηλάτης] επιτήδειος στην ιχνηλασία, ιχνευτικός*, ανιχνευτικός. επίρρ... ἰχνηλατικῶς (Μ) με ιχνηλατικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • ιχνευτικός — ή, ό ο ικανός να ανιχνεύει, ο ανιχνευτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιχνηλατικός — ή, ό ανιχνευτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»